παρεπίκραναν

παρεπίκραναν
παρεπίκρᾱναν , παρά-ἐπικραίνω
—bring to pass
aor ind act 3rd pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραπικραίνω — ΝΜΑ 1. δυσαρεστώ κάποιον πάρα πολύ, στενοχωρώ κάποιον υπέρμετρα 2. πικραίνομαι πολύ, θλίβομαι («τίνες γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν;», ΚΔ) νεοελλ. κάνω κάτι πάρα πολύ πικρό αρχ. απειθώ, παρακούω κάποιον («εἶπεν ὁ ἄνθρωπος τοῡ θεοῡ, αὗτός ἐστιν ὅς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”